- ἐπανακάμπτω
- ἐπί-ἀνακάμπτωbend convexlypres subj act 1st sgἐπί-ἀνακάμπτωbend convexlypres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανακάμπτω — επανακάμπτω, επανέκαμψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επανακάμπτω — (AM ἐπανακάμπτω) 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω 2. ξαναφέρνω στο νου πάλι, θυμίζω μσν. ξαναγυρίζω στα παλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα κάμπτω «στρέφω προς τα πίσω»] … Dictionary of Greek
διαγέρνω — 1. επιστρέφω, επανακάμπτω 2. κλίνω προς τα κάτω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γέρνω* (πρβλ. και γιαγέρνω)] … Dictionary of Greek
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
ξαναγυρίζω — (Μ ξαναγυρίζω) 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, επανακάμπτω, γυρίζω πάλι 2. δίνω κάτι πίσω για άλλη μία φορά, ξαναφέρνω κάτι πίσω νεοελλ. 1. αλλάζω γνώμη, υπαναχωρώ 2. περιστρέφω κάτι ξανά 3. βάζω ανάποδα, αντιστρέφω («ξαναγύρισε το σεντόνι») μσν. μέσ … Dictionary of Greek